Το σχέδιο αυτό που εικονίζει τις όχθες του Ευρώτα, γεμάτες καλάμια, λεύκες και ροδοδάφνες, με τον Ταΰγετο στο βάθος, δημοσιευμένο το 1835 στο βιβλίο του Πουκεβίλ, Ελλάδα (Pouqueville, Grèce, Παρίσι: F. Didot frères, 1835), το ζωγράφισε το 1817 ο Ambroise-Firmin Didot. Ο Ambroise-Firmin ήταν γιος του Γάλλου εκδότη Firmin Didot, τον οποίον διαδέχθηκε μαζί με τον αδελφό του το 1827 στη διεύθυνση αυτού του περίφημου εκδοτικού οίκου. Υπήρξε μαθητής και γραμματέας του Κοραή στο Παρίσι, το 1816 βρέθηκε στην Κων/λη ως attaché στη γαλλική πρεσβεία και στις αρχές του 1817 στην ελληνική σχολή των Κυδωνιών (Αιβαλί). Φαίνεται πώς από εκεί έκανε, μαζί με άλλα μέλη της σχολής, το ταξίδι στην Πελοπόννησο.
Ο Ambroise-Firmin Didot (το όνομα του οποίου φέρει η οδός Διδότου στην Αθήνα, όπου βρίσκεται και η Γαλλική Σχολή Αθηνών) έγραψε και μία αφήγηση αυτού του ταξιδιού του στη Σπάρτη, την οποία δημοσίευσε, και πάλι, ο Πουκεβίλ στον πέμπτο τόμο του βιβλίου του Ταξίδι στην Ελλάδα (Pouqueville, Voyage dans la Grèce, 5 τόμοι, Παρίσι: Firmin Didot, 1820-1821), επειδή ο ίδιος ο Πουκεβίλ δεν ταξίδεψε καθόλου στη Λακωνία. Παραθέτω ένα κομμάτι της, όπου ο Didot αναφέρεται καθώς φαίνεται και στην τοποθεσία του Ευρώτα που ζωγράφισε:
«Ο δίσκος της σελήνης χρύσιζε με τις ακτίνες του τις άκρες ενός διχτυού από λευκά σύννεφα που είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τις κορυφές του Ταΰγετου και το πρώτο φως του ήλιου μας αποκάλυψε τις πανέμορφες γραμμές του που άρχιζαν να ζωγραφίζονται με κοκκινωπά χρώματα. Ατενίζοντας το μεγαλείο αυτού του θεάματος, φτάσαμε στο γεφύρι πάνω από το οποίο περνάει κανείς τον Ευρώτα. Ο Βασιλοπόταμος, όπως τον λένε οι σύγχρονοι, κάλυπτε τότε με τα νερά του όλο το πλάτος της κοίτης. Σε λίγο τα διάφανα νερά του, αλλά κι ολόκληρη η κοιλάδα της Λακεδαίμονος βάφτηκαν από το φως του άστρου της ημέρας που λαμπύριζε πάνω από τον κάμπο. Ξεπέζεψα από το άλογο μου για να σχεδιάσω το τοπίο που προσφερόταν στο βλέμμα μου. Όλα με γοήτευαν, λαγκάδια, δάση, πλαγιές, βουνά, και ακολουθούσα πεζός τη δεξιά όχθη του ποταμού, που στολίζεται πάντοτε από τα πανύψηλα καλάμια του και τις ροδοδάφνες του, και δεν λείπουνε παρά οι ερωτευμένοι κύκνοι για να συμπληρώσουν τις εικόνες των ποιητών γι’ αυτές τις μαγευτικές όχθες. Μια βαθιά γαλήνη, το ευωδιαστό πρωινό αεράκι, το βουητό των καταρρακτών του βασιλικού ποταμού, έκαναν απολαυστικό τον περίπατο μου. Βρισκόμουν σε κατάσταση έκστασης. […]
Φτάνοντας στο χωριό Μαγούλα, μερικές Λακεδαιμόνιες γυναίκες μας έγνευσαν να μπούμε στα μποστάνια που αρδεύονται από τα νερά του ποταμού Τίασα. Η όψη της περιοχής μ’έκανε να υποθέσω ότι πατούσαμε στον Πλατανιστά, εκεί όπου οι κόρες της Σπάρτης, στεφανωμένες με υάκινθους, τραγουδώντας, μέσα στους σεμνούς χορούς τους, τον επιθαλάμιο της Ελένης και του Μενελάου. Οι όχθες του Ευρώτα που αντηχούσαν από τα τραγούδια ενός υμέναιου, τόσο ιερά σφραγισμένου και τόσο μοιραίου για τους Έλληνες, έφερναν στο νου την τοποθεσία της σκηνής που μας περιγράφει ο Θεόκριτος. […] με περικύκλωναν αμέτρητες κληματαριές που σμίγανε τα κλαδιά τους με τις μουριές, τις λεμονιές και τις ροδιές, που έμπλεκαν τους πορφυρούς και χρυσαφένιους καρπούς τους, σχηματίζοντας αψίδες από λουλούδια και φυλλώματα. Άπλωσα την κάπα μου κάτω από το φύλλωμα μιας πορτοκαλιάς εντυπωσιακού μεγέθους, κι αφού ξεκουράστηκα μερικές στιγμές, κατηύθυνα τα βήματά μου προς τον τόπο όπου βρισκόταν κάποτε η Σπάρτη, που ο Σιμωνίδης ονομάζει δαμάστρα ανθρώπων [δαμασίμβροτον]»