Η υδατογραφία παριστάνει τη συνοδεία του Γάλλου πρίγκιπα Aντώνιου της Oρλεάνης, Δούκα του Montpensier (γιου του τότε βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου-Φίλιππου) στη μεγάλη Λαγκάδα του Ταΰγετου, τον Σεπτέμβριο του 1845.
Το χαρακτικό που έγινε με βάση την πρωτότυπη υδατογραφία του Sinéty
Είναι έργο του Jules de Sinéty, ερασιτέχνη ζωγράφου και υποπλοίαρχου του γαλλικού πολεμικού ναυτικού στην φρεγάτα Gomer με την οποία ταξίδευε ο Δούκας. Οι υδατογραφίες του χρησίμευσαν σαν βάση για τα χαρακτικά ενός πολυτελούς άλμπουμ για το ταξίδι. Το πρωτότυπο έργο ανήκει στη Συλλογή Ευστάθιου I. Φινόπουλου, μια από τις σημαντικότερες, διεθνώς, συλλογές περιηγητικών βιβλίων, χαρακτικών, χαρτών και σχεδίων, η οποία έχει δωρηθεί στο Μουσείο Μπενάκη. Παρουσιάζεται για πρώτη φορά δημοσίως, αυτές τις μέρες, σε μια ειδική έκθεση που διοργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη με τίτλο «Ταξίδια στην Ελλάδα».
Το καραβάνι του πρίγκιπα είχε έρθει από τα χωριά του Πάρνωνα, είχε περάσει τον Ευρώτα από το Γεφύρι του Κόπανου (ένα πέρασμα που επίσης είχε ζωγραφίσει ο Sinéty, και το οποίο έχουμε ήδη παρουσιάσει στο ιστολόγιο ξεχωριστά, αλλά και στο πλαίσιο της ιστορίας του γεφυριού), είχε επισκεφθεί τη Σπάρτη και τον Μυστρά, και πήγαινε μέσα από τον Ταΰγετο στην Καλαμάτα, όπου περίμενε η φρεγάτα Gomer.
Ο Antoine De Latour, που έγραψε την επίσημη αφήγηση του ταξιδιού, περιγράφει ως εξής αυτό το πέρασμα της Λαγκάδας:
«Το πρώτο χωριό που συναντάμε στον Ταΰγετο είναι η Τρύπη, πολύ κοντά στη σπηλιά απ՚όπου, όπως λένε απέδρασε ο Αριστομένης όταν ήταν παιδί. Η Τρύπη βρίσκεται βαθιά μέσα σε ένα πολύ γραφικό φαράγγι. Τριγυρισμένη από δέντρα, βράχια κι αφρισμένα νερά, είναι μια όαση μέσα στην ερημιά του βουνού. Όσο ο δρόμος προχωρεί, γίνεται όλο και πιο άγριος, μερικές φορές και επικίνδυνος. Για να σχηματίσετε μια ιδέα θα πρέπει να έχετε δει τα πιο όμορφα μέρη των Άλπεων και των Πυρηναίων: η ίδια μεγαλοπρέπεια. Έλειπε, είναι αλήθεια, ο εορταστικός ήχος των χειμάρρων: το καλοκαίρι είχε στερέψει σχεδόν όλες τις πηγές. Υπάρχει όμως επιπρόσθετα αυτό το όμορφο φως που παντού στην Ελλάδα χρωματίζει το τοπίο, όταν δεν είναι από μόνο του το ίδιο το τοπίο. Όταν φύγαμε από την Αράχοβα, μερικά παλληκάρια είχαν θελήσει να συνοδεύσουν τον πρίγκιπα, τρέχοντας μπροστά, πίσω ή στα πλάγια του καραβανιού, με το μακρύ τους ντουφέκι στον ώμο, σταματώντας κάθε τόσο για να ρίξουν χαρωπές μπαλωτιές. Από το Μυστρά ήρθαν κι άλλοι, και οι ντουφεκιές τους, που επαναλαμβάνονταν από τους αντίλαλους του βουνού, ζωντάνευαν τη σιωπή αυτών των πανέμορφων ερημιών, όπως και τα όπλα τους και τα παράξενα κοστούμια τους, καθώς τα έβλεπες από μακριά ανάμεσα στα βράχια και τις συκομουριές, τόνιζαν με τα ζωηρά τους χρώματα τα σκοτεινά φυλλώματα των λαγκαδιών.
Κατά τις δέκα το πρωί, ο πρίγκιπας σταμάτησε σε μια στενή κοιλάδα, όπου μια πηγή είχε επιτρέψει τη δημιουργία ενός πριονιστηρίου. Μετά από λίγες ώρες ανάπαυσης, η Α.Μ. ξεκίνησε πάλι, και προς το τέλος της ημέρας οι ταξιδιώτες έφταναν στις τελευταίες κορυφές του Ταϋγέτου.»
(Antoine De Latour, Voyage de S.A.R. Monseigneur Le Duc de Montpensier à Tunis en Égypte, en Turquie et en Grèce, Παρίσι: A. Bertrand [1847], σ. 98.)