Αυτό το τοπίο της Σπάρτης με τον χιονισμένο Ταΰγετο βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη στην Αθήνα, και το ζωγράφισε στις 23 Μαρτίου του 1849 ο Έντουαρντ Ληρ (Edward Lear 1812-1888), ένας από τους πιο σημαντικούς Βρετανούς τοπιογράφους του 19ου αιώνα. Ο Ληρ είναι μάλλον ακόμα περισσότερο γνωστός από τα ‘limericks’ του, τα σουρεαλιστικά στιχάκια και σκιτσάκια, και ένα από τα διασημότερα βιβλία για παιδιά, το Βιβλίου των ανοησιών (The Book of Nonsense, 1846).
Ένα μεγάλο μέρος της ζωής του το πέρασε σε ταξίδια, όπου δούλευε ασταμάτητα ζωγραφίζοντας τοπία. Το πρώτο του ταξιδιωτικό βιβλίο με τοπία για την Ιταλία, το 1846, είχε αρκετά μεγάλη επιτυχία, ώστε η βασίλισσα Βικτωρία να τον καλέσει να της κάνει μαθήματα σχεδίου. Το καλοκαίρι του 1848 ο Lear έφτασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Την Άνοιξη του 1849 έκανε το γύρο της Πελοποννήσου. Αυτές τις έξη εβδομάδες που πέρασε στην Πελοπόννησο θα τις θυμόταν πάντοτε σαν τις πιο ειδυλλιακές της ζωής του και τα ελληνικά τοπία θα διατηρήσουν μια ιδιαίτερη θέση στο έργο του. Φιλοδοξούσε να εκδόσει ένα μεγάλο έργο για την τοπογραφία της Ελλάδας.
Ένα από τα ‘limericks’ του Ληρ, που μιλάει για τον «Old Person of Sparta».
Το ταξίδι του μέσα από τα τοπία της Πελοποννήσου μπορούμε να το ανασυνθέσουμε τόσο από το ημερολόγιό του, όσο και από αυτά τα σχέδιά που από μόνα τους συνιστούν ένα ‘σχεδιαστικό ημερολόγιο’, χάρη στη συνηθειά του να σημειώνει πάνω τον ακριβή χρόνο αλλά και τις συνθήκες εκτέλεσής τους. Έτσι αν τοποθετούσαμε στη σειρά τα 17 τουλάχιστον σχέδια που έφτιαξε στην περιοχή της Σπάρτης στις 22, 23, 24 και 25 Μαρτίου του 1849 θα έχουμε μια ‘οπτικοποίηση’, σχεδόν κινηματογραφική, της διαδρομής του Ληρ μέσα στο τοπίο, με τις θέες που εκείνος επέλεξε να κρατήσει.
Το πιο πάνω σχέδιο το ζωγράφισε στις 23 Μαρτίου του 1849, στο αρχαίο θέατρο της Σπάρτης, όπου φαίνεται ότι κάθησε τουλάχιστον τρεις ώρες, μέχρι να δύσει ο ήλιος, ζωγραφίζοντας.
Το προσωπικό του ημερολόγιο μας συμπληρώνει την αίσθηση της απόλαυσης του τοπίου. Ο ευχάριστη ψυχική του διάθεση τον κάνει να βρίσκει τα πάντα υπέροχα, σε αντίθεση με τους περισσότερους ταξιδιώτες, ειδικά τους Βρετανούς, που βρίσκουν διαρκώς ευκαιρείες να γκρινιάζουν.
«23 Μαρτίου 1849. Απολαύσαμε τη Σπάρτη με το παραπάνω. Το θέατρο εποπτεύει όλη την πεδιάδα και η πελώρια οροσειρά του Ταΰγετου υψώνεται ολόκληρη μπροστά του. Η πορφυρή αποχρώση του κάτω μέρους της οροσειράς είναι εκπληκτική, – καθώς έρχεται σε αντίθεση με το λαμπερό παγωμένο-αστραφτερό ασήμι του λευκού χιονιού από πάνω. Ο Μιστράς φαίνεται να είναι ένα φανταστικό μέρος, μου θυμίζει το Αμάλφι, μόνο που από κάτω του αντί της θάλασσας έχει την πεδιάδα. Η μοναχική άγρια ηρεμία αυτού του σημείου, η μεγαλειώδης απεραντοσύνη ολόγυρα, οι αρχαίοι συνειρμοί του τόπου, και το γοητευτικό κλίμα, έκαναν αυτή τη μέρα πολύ απολαυστική. Το ηλιοβασίλεμα πήγαμε στη σύγχρονη πόλη της Σπάρτης, που φαίνεται ότι έχει σπίτια καλύτερα χτισμένα από αυτά που έχουν τέτοια μέρη. Εγκατασταθήκαμε σε ένα ‘Café’ και στις 6.45 δειπνήσαμε υπέροχα σε μια Τρατορία. Ακόμα και το κρασί, όλως περιέργως, ήταν πολύ καλό. Υπέροχα κομψοί Σπαρτιάτες με θαυμάσιες φορεσιές συνεχίζουν τη βόλτα τους ή δειπνούν μέσα στη σάλα της Τρατορίας.». Συνέχεια →