Ο θεϊκός  Ευρώτας του Μ. Καραγάτση.

«Ο Ευρώτας σάλευε, ανάσαινε, κελάριζε ανάμεσα στις λιγαριές. Ήταν ασημένιος, σαν φωνή ξανθής παρθένας. Άρπαζε τη σελήνη με τις ρουφίχτρες του, την τραβούσε στα βάθη, την ξανάφερνε στον αφρό….»

Με την ευκαιρεία της επετείου της γέννησης του Μ. Καραγάτση (23 Ιουνίου 1908), ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημά του «Χριστούγεννα του 1448». Μια φανταστική ιστορία που διαδραματίζεται στην περιοχή του Μυστρά, λίγο πριν την άλωση, με πρωταγωνιστές τις αρχαίες θεότητες του τόπου.

Καραγάτσης, Χριστούγεννα του 1448 μ.χ.

Μ. Καραγάτσης. «Χριστούγεννα του 1448», Η μεγάλη λιτανεία, Αθήνα: Εστία, 1955, σ. 266-281.

Εικονογράφηση του Μίνου Αργυράκη

Καραγάτσης, Χριστούγεννα του 1448 μ.χ.-2

«Κυκλική δόξα»: ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου γραμμένο στο Μυστρά το 1954

McCABE Mistra

                                               ΚΥΚΛΙΚΗ ΔΟΞΑ

1. Η δίψα και το ανένδοτο άστρο

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ πλατάνια κι ο Ταΰγετος
η καμπάνα μιλώντας εκείνα που ποτέ δε μιλήσαμε
κι αυτή η μεγάλη σκιά που αλλάζει όλο το φως σε κατάνυξη.

Είναι ο έρωτας κάτου απ’ το βράχο,
Μέσα στο βράχο,
πάνου απ’ το βράχο. Συνέχεια

Κωνσταντίνος Καβάφης, «Εν Σπάρτη»

KAVAFIS1_520_bΜε την ευκαιρία της επετείου της γέννησης αλλά και του θανάτου του Κωνσταντίνου Καβάφη (γεννήθηκε 29 Απριλίου του 1863 -με το νέο ημερολόγιο και πέθανε 29 Απριλίου του 1933), ακούστε το ποίημά του “Εν Σπάρτη”, όπως το διαβάζει ο Γιάννης Τσαρούχης, σε ηχογράφηση του Ανδρέα Εμπειρίκου. (Πατήστε πάνω στον τίτλο:)

Κ. Καβάφης, «Εν Σπάρτη». Διαβάζει ο Γ. Τσαρούχης

Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε —

δεν ήξερε έναν τέτοιον λόγο πώς να πει 

προς την μητέρα του: ότι απαιτούσε ο Πτολεμαίος

για εγγύησιν της συμφωνίας των ν’ αποσταλεί κι αυτή

εις Aίγυπτον και να φυλάττεται·

λίαν ταπεινωτικόν, ανοίκειον πράγμα.

Κι όλο ήρχονταν για να μιλήσει· κι όλο δίσταζε.

Κι όλο άρχιζε να λέγει· κι όλο σταματούσε.

 

Μα η υπέροχη γυναίκα τον κατάλαβε

(είχεν ακούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές),

και τον ενθάρρυνε να εξηγηθεί.

Και γέλασε· κ’ είπε βεβαίως πηαίνει.

Και μάλιστα χαίρονταν που μπορούσε νάναι

στο γήρας της ωφέλιμη στην Σπάρτη ακόμη.

Όσο για την ταπείνωσι — μα αδιαφορούσε.

Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός

να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός·

όθεν κ’ η απαίτησίς του δεν μπορούσε

πραγματικώς να ταπεινώσει Δέσποιναν

Επιφανή ως αυτήν· Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.

 

 

Ο Ευρώτας στην πρώτη σελίδα (2): ένα άρθρο του 1840 και οι στίχοι του Παναγιώτη Σούτσου

ΣΟΥΤΣΟΣ Ευρώτας 1840 1

«Ο ποταμός Ευρώτας», Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων, Απρίλιος 1840, σ. 49-51.

Το περιοδικό Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων εκδιδόταν στη Σμύρνη από το 1837 ως το 1844, με πρωτοβουλία προτεσταντών μισσιονάριων. Ήταν το ελληνικό ανάλογο του επιτυχημένου βρετανικού περιοδικού Penny Magazine. Από εκεί –όπως έχουμε δει σε παλαιότερη ανάρτηση– προέρχεται το χαρακτικό που εικονίζει την παλιά τοξωτή γέφυρα του Ευρώτα (που είναι έργο του Stackelberg). Αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του άρθρου είναι μετάφραση από το αντίστοιχο άρθρο του Penny Magazine. Έχει ωστόσο προστεθεί στην αρχή ένα ποίημα, χωρίς όμως να αναφέρεται το όνομα του ποιητή. Πρόκειται για ένα κομμάτι ενός μεγαλύτερου ποιήματος, γραμμένου από έναν από τους πιο γνωστούς Έλληνες ποιητές εκείνης της εποχής, τον Παναγιώτη Σούτσο, με τίτλο «Ο ερχομός του Όθωνος στην Ελλάδα, ή τα ερείπια της παλαιάς Σπάρτης», που είχε δημοσιευθεί -στην πρώτη του μορφή- στην εφημερίδα Ήλιος του Ναυπλίου τον Δεκέμβριο του 1833. Ένα ποίημα με πολύ έντονη την χαρακτηριστική ρομαντική μελαγχολία, εμπνευσμένο κυρίως από το διάσημο Οδοιπορικό του Σατωμπριάν. Επίσης, στο τέλος του άρθρου έχει προστεθεί μια μικρή αναφορά στην πρόοδο της νεοσύστατης Νέας Σπάρτης (η οποία δεν είχε ακόμα ιδρυθεί το 1833, όταν δημοσιεύτηκε το άρθρο του Penny Magazine).

ΣΟΥΤΣΟΣ Ευρώτας 1840 2

ΣΟΥΤΣΟΣ Ευρώτας 1840 3

Παραθέτω του στίχους του ποιήματος του Σούτσου για ευκολότερη ανάγνωση:

Kύλλα, της Σπάρτης ποταμέ, τα ρεύματά σου κύλλα!

Eις τον αφρόν σου τα ωχρά και μαραμένα φύλλα

Tου κρύου φθινοπώρου

Mε σιωπήν ακολουθούν το βροντερόν σου κύμα·

Kαθώς αυτά, σ’ακολουθώ σιωπηλός, με βήμα

Θρηνούντος οδοιπόρου.

Που είν’Eυρώτα οι καιροί εκείν’ οι δοξασμένοι,

Ως κύκνος, όταν έπαιζεν η θαυμαστή Eλένη

στα κρύσταλα νερά σου,

Kαι με τον Aγησίλαον ο ήρως ο Θηβαίος

Oπόταν ηγωνίζετο ακούραστος, δρομαίος

Ωσάν τα ρεύματά σου;

Hχώ αρχαία δεν λαλεί την σήμερον καμμία.

Kατήφεια και σιωπή και θλίψις κ’ ερημία

την όχθην σου κατέχει,

Kαι άλλο δεν ακούγεται παρά των καλαμώνων

O συριγμός, και η βοή του κύματός σου μόνον,

οπού βροντά και τρέχει.

Nα του Λυκούργου η πατρίς, η γη των αθανάτων,

H γη μεγάλων πράξεων, μεγάλων ονομάτων!

Ώ της Πελοποννήσου

Bασίλισσα! ώ Σπάρτη μου! σ’ ασπάζομαι με σέβας,

K’ εγγίζουσα τους πόδας μου με πυρπολεί τας φλέβας

Η γηραλέα γη σου.

Θρηνώδης θέα!.. σκέλεθρον της γης η πρώτη χώρα·

Kαι εις το κενοτάφιον του Λεωνίδου τώρα

Mανδρίζονται οι βόες·

Tου Kλεομένους, σπήλαιον, ή αχυρών ο οίκος·

Kαι τα θηρία κατοικούν η λέαινα, ο λύκος,

όπου οι πρώτοι νόες.

Η Σπάρτη το 1882, όπως την περιγράφει ο Μιχαήλ Μητσάκης

Image

Το άρθρο αυτό που δημοσιεύτηκε στο αθηναϊκό περιοδικό Μη χάνεσαι του Βλάση Γαβριηλίδη τον Σεπτέμβριο του 1882, το υπογράφει ο ‘Michélet’, «ειδικός ανταποκριτής» του περιοδικού. Πρόκειται για ένα από τα πολλά ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε ο Μιχαήλ Μητσάκης, ένας από τους πιο σημαντικούς και πρωτότυπους -αλλά και πιο παραγνωρισμένους- λογοτέχνες στα τέλη του 19ου αιώνα.

ImageΟ Μητσάκης είχε γεννηθεί γύρω στα 1863 στα Μέγαρα, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του, αλλά καταγόταν από τη Σπάρτη (η μητέρα του, Μαριγώ, ήταν κόρη του Παναγιώτη Γιατράκου). Στη Σπάρτη έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το γυμνάσιο. Σαν μαθητής εξέδιδε μια χειρόγραφη εφημερίδα με τίτλο Ταΰγετος. Το 1880 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να φοιτήσει στην Νομική Σχολή, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του και επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τις «ανταποκρίσεις» όπου μιλάει για τη Σπάρτη και την γύρω περιοχή τις έγραφε στις καλοκαιρινές του διακοπές. Σε αυτά τα άρθρα ο Μητσάκης δεν εξωραΐζει διόλου την κατάσταση της πατρίδας του. Μιλάει για την επιδημία της ευλογιάς που σκορπούσε το θάνατο στα χωριά ενώ οι αρχές αδιαφορούσαν, για την άθλια κατάσταση των φυλακών και των φυλακισμένων, για τη μαζική μετανάστευση. Έτσι και στο παραπάνω άρθρο τονίζει την εικόνα της υποτονικής ζωής μιας ‘μικρομέγαλης’ πόλης. Ταυτόχρονα όμως εκθείαζει με ρομαντική γλώσσα το τοπίο της: τον Ευρώτα που κυλάει «βραδύς και μελαγχολικός το ρεύμα του μεταξύ των φλύαρων καλαμώνων των οχθών του, ωσεί αναπολών περασμένα μεγαλεία», τον «γίγα Ταΰγετο» που υψώνεται «εις ύψος μέγιστον, πένθιμος και θυελλώδης τον χειμώνα, αλλά το έαρ νεάζων και αυτός και λαμπρός την θέαν».

Ο Σέυμους Χήνυ, το Νόμπελ και το ανάγλυφο της Σπάρτης

Image

Πριν από λίγες μέρες, στις 30 Αυγούστου, πέθανε στο Δουβλίνο ο Σέυμους Χήνυ (Seamus Heaney)· όπως έγραψε η εφημερίδα The Independent, «ήταν πιθανώς ο πιο διάσημος ποιητής στον κόσμο». Με την αφορμή αυτή θυμηθήκαμε ένα περιστατικό που είχε συνδέσει τον Χήνυ με τη Σπάρτη, στην πιο σημαντική στιγμή της ζωής του.

Ο Χήνυ πήρε το βραβείο Νόμπελ το 1995, και την ημέρα που το ανακοίνωσε η Σουηδική Ακαδημία, αυτός βρισκόταν στη Σπάρτη, γυρίζοντας την Πελοπόννησο.

Ο Χήνυ είχε περπατήσει στην Ακρόπολη (έγραψε και ένα σχετικό ποίημα), στους δρόμους της πόλης, στο ιερό της Ορθίας Άρτεμης, και στο μικρό μουσείο της πόλης. Εκεί του είχε κινήσει ιδιαίτερα την προσοχή ένα ταπεινό ελληνιστικό ανάγλυφο, που όπως έγραφε η λεζάντα του, ήταν πιθανώς αφιέρωμα κάποιου ντόπιου ποιητή στον Ορφέα. Έτσι, στην επίσημη ομιλία που εκφώνησε τη μέρα της απονομής του Νόμπελ, με θέμα τον ρόλο της ποίησης, ο Χήνυ πήρε αφορμή από αυτό το ανάγλυφο. Και όταν την εξέδωσε, με τίτλο Crediting Poetry, έβαλε στο εξώφυλλο την φωτογραφία του.

Image

Μπορείτε να ακούσετε εδώ ολόκληρη την ομιλία της απονομής (η αναφορά στο ανάγλυφο είναι στο 32:19):

Ο Κώστας Πασαγιάννης περιγράφει τον «παράδεισο» της κοιλάδας του Ευρώτα (1922)

Image

Το 1922 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κώστα Πασαγιάννη, Σπάρτη-Μυστράς, από τον εκδοτικό οίκο ‘Τύπος’ του Δ. Ταγκόπουλου, του εκδότη του Νουμά, του περιοδικού των δημοτικιστών. Παραθέτω ορισμένες σελίδες, κυρίως αυτές όπου ο Πασαγιάννης περιγράφει τον Ευρώτα και την κοιλάδα του, σαν έναν επίγειο «παράδεισο» (χρησιμοποιώντας και φωτογραφίες του Boissonnas, και παραθέματα από τον Αμπού.)

«…τα μαγικά τα περιβόλια των παραμυθιών, που κοιμούνται αιώνια αμποδεμένα τα ξανθά τα βασιλόπουλα κάτω από τα ανθισμένα δέντρα, θάδιναν ίσως την εικόνα της ονειρευτής κοιλάδας που δροσίζει στα φιδογυρίσματά του Ευρώτας και παραστέκει απάνω ο θεϊκός ο Ταΰγετος. Δάση από λεύκες πελώριες, λόγγοι από πυκνότατους καλαμιώνες στα παραπόταμα. Δάση από δάφνες. Πλατάνια θεόρατα και παχύσκιες ιτιές. Απέραντοι ελαιώνες. Κάμποι κατάφυτοι από ατέλειωτα δάση πορτοκαλιές και νεραντζιές. Αμπέλια. Νερά τρεχούμενα. Πηγές ονειρευτές. Κεφαλάρια, που θεριεύουν παντού μια τροπική βλάστηση. […]

Από το τέρμα της οδού Λυκούργου της νέας Σπάρτης, το θέαμα συναρπαστικό καθαυτό. Η βαθιά συγκίνηση που υποβάλλει, μοιάζει σαν πρωτόγονη θρησκευτική μυστικοπάθεια».

Αυτός ο «παράδεισος», που μπορούμε να τον αντικρίσουμε -ακόμα- από το ανατολικό τέρμα της οδού Λυκούργου, είναι σήμερα έτοιμος να υποστεί την οριστική του καταστροφή

Image Συνέχεια

Ο Φλωμπέρ για το τοπίο της Σπάρτης το 1851• γιατί του άρεσαν τα Μενελάια, περισσότερο κι από τον Ταΰγετο;

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ (1821-1880), ο συγγραφέας της Μαντάμ Μποβαρύ, ένας από τους πιο σημαντικούς μυθιστοριογράφους στην ιστορία της λογοτεχνίας, ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1850-1851 μαζί με τον φίλο του Maxime du Camp. Παρότι το ταξίδι στην Πελοπόννησο μέσα στο Γενάρη ήταν δύσκολο, το έκαναν, καθώς ο Φλωμπέρ ήθελε διακαώς να δει τη Σπάρτη. Τις εντυπώσεις του τις μαθαίνουμε από το προσωπικό του ημερολόγιο και από κάποιες αναφορές στα γράμματα που στέλνει στη μητέρα του και τους φίλους του. Στις 29 Ιανουαρίου του 1851 οι δυο φίλοι κατηφορίζουν προς την κοιλάδα του Ευρώτα. Ο Φλωμπέρ σημειώνει στο ημερολόγιο:

«Σε λίγο εμφανίζεται μπροστά μας, πίσω από πράσινα βουνά, ο Ταΰγετος, με σκούρο γκριζογάλαζο χρώμα, με λευκές κορυφές· φαίνεται να έχει πολλές βουνοκορφές κατά μήκος του, σκεπασμένες από σύννεφα· ανάμεσα σ’αυτόν και σε μας, είναι η πεδιάδα όπου βρίσκεται η Σπάρτη· στα αριστερά μας, αμφιθεατρικά, το χωριό Βουρλιάς. Περνάμε ένα χείμαρρο που κυλάει πάνω σε άμμο, πα­ραπόταμο του Ευρώτα, που τον βρίσκουμε σε λίγο μπρο­στά μας και στρεφόμαστε αμέσως δεξιά. Ο Ευρώτας, κατακίτρινος (λόγω των βροχών), μου φαίνεται μεγάλος περίπου όσο και ο Touques [μικρό ποτάμι στη Νορμανδία]· στις όχθες του έχει ροδοδάφνες, αγριομυρτιές, μουριές. Περνάμε μια σαμαρωτή γέφυρα, πολύ ψηλή, πολύ λεπτή, πολύ κομψή. Για να περνάνε τα νερά έχουν διαμορφώσει (αντί­θετα προς κάθε έννοια συμμετρίας) δύο καμάρες δεξιά και μόνο μία αριστερά.  Δεξιά, μια μικρή σειρά από πράσινους λόφους, πίσω από τους οποίους, πότε-πότε εμφανίζεται ο Ταΰγετος, κάθετος, γαλάζιος σκούρος, τυλιγμένος με χιόνια στο κεφάλι του· στα αριστερά, τα βουνά από την άλλη μεριά του ποταμιού που κυλάει ανάμεσα στα δέντρα, παίρνουν τη μορφή ενός μακριού τείχους που χαμηλώνει καθώς πλησιάζει στη Σπάρτη, και έχει κοκκινωπό χρώμα και ένα αρμονικά σμιλεμένο ομαλό περίγραμμα. Δεν ξέρω γιατί αυτό μου θυμίζει το δωρικό ρυθμό και μου αρέσει υπερβολικά, περισσότερο κι από τον Ταΰγετο (παρότι είναι τόσο ωραίος): είναι βουνά στωικά ή ακόμα σπαρτιάτικα

Σε ένα γράμμα στη μητέρα του, ο Φλωμπέρ αναφέρει: «Το τοπίο της Σπάρτης είναι απ’ τα πιο παράξενα και απ’ τη στιγμή που τ’ αντικρίσεις δεν σβήνεται απ’ το νου σου.»   Και στον φίλο του Louis Bouilhet: «Το τοπίο της Σπάρτης είναι μοναδικό και χρειάζονται τέσσερις σελίδες για να το περιγράψεις· το αφήνουμε για αργότερα.»

Ο Νίκος Καζαντζάκης «στους όχτους του Ευρώτα» το 1937

Image

Το Σεπτέμβριο του 1937 ο Νίκος Καζαντζάκης πραγματοποίησε μια περιοδεία στην Πελοπόννησο, που κράτησε 17 ημέρες, για λογαριασμό της εφημερίδας Καθημερινή. Ξέρουμε ότι στη Σπάρτη βρίσκεται στις 15 Σεπτεμβρίου, μια που στέλνει από εκεί ένα γράμμα στον Παντελή Πρεβελάκη. Τα άρθρα του δημοσιεύτηκαν στην Καθημερινή με γενικό τίτλο «Ένα ταξίδι εις την Πελοπόννησον», από τις 7 Νοεμβρίου ως τις 15 Δεκεμβρίου του 1937 (η φωτογραφία είναι από ένα από αυτά). Αργότερα, το 1961, θα συγκεντρωθούν σε τόμο υπό τον τίτλο Ο Μοριάς. Ο Καζαντζάκης είχε έρθει πολλές φορές στη Σπάρτη. Πρώτη φορά, το 1915, τον είχε φέρει ο Άγγελος Σικελιανός, στον οποίο και ανήκουν οι στίχοι «του μεγάλου ποιητή» που παραθέτει. Συνέχεια

«Η Ελένη στο μουσείο της Σπάρτης» του Μωρίς Μπαρρές (1906)

Eleni-Dioskouri

Μία τις στήλες με τους Διόσκουρους και την Ελένη που βρίσκονται στο Μουσείο της Σπάρτης

«Μέσα στο φτωχικό μουσείο της Σπάρτης, πάνω σε πολλά ανάγλυφα, βλέπουμε τους Διόσκουρους. Συνήθως κρατάνε τα άλογά τους από τα χαλινάρια. Μερικές φορές είναι όρθιοι, γυμνοί, με τους σκούφους των μάγων. Στηρίζονται πάνω στις λόγχες τους. Ανάμεσά τους έχουν την αδελφή τους την Ελένη, να φοράει στο κεφάλι έναν πλατύ πώλο, άκαμπτη, σε στάση αρχαϊκού ειδώλου. Στα χέρια της είναι άραγε κοσμήματα; Ή μήπως είναι μια σπασμένη αλυσίδα; Θλιμμένη ανάμεσα στους δύο άνδρες, ακατάληπτη και ίσως δέσμια, μου στέλνει μέσα από εκείνα τα βάθη των αιώνων χίλια αισθήματα θλίψης, φόβου και επιθυμίας.

Νάτην λοιπόν, μικρή βάρκα, προτού μπει μέσα στη βαθιά θάλασσα…

Αυτή η Ελένη, κλεισμένη μέσα στο ασιατικό της περίβλημα, είναι το άνθος της μανόλιας που είναι ακόμα κλειστό και πρέπει, την επόμενη αυγή, να ανοίξει και να μεταμορφωθεί. Όμως αυτή η τραχιά Ελένη του μουσείου περιέχει καλύτερα τα χρώματα και τα αρώματα ενός θαυμαστού ροδόδενδρου. Από τα τείχη της Τροίας έχει δει τις μάχες, των οποίων αποτελούσε το έπαθλο. Τι σιωπή! Τι απόμακρο βλέμμα! Οι κορφές του Ταΰγετου και οι πολεμικές του επάλξεις ρίχνουν τη σκιά τους πάνω σ’αυτήν την αρχέγονη Ελένη.

Παρότι αγγίζει παντού τις καρδιές, μη νομίσετε ότι η Τυνδαρίδα ανήκει σε όλα τα τοπία. Είναι γέννημα αυτής της κοιλάδας του Ευρώτα και του Ταΰγετου. Μάταια συνεχίζει, μέσα στους αιώνες, τη μεγάλη της περιπέτεια, ο θρύλος της διατηρεί τη μορφή αυτών των αξέχαστων μοντέλων, και μόνο μέσα σε αυτό το ηρωικό περιβάλλον η ηδυπάθειά της αποκτά όλη της την ισχύ.»

Απόσπασμα από Το ταξίδι της Σπάρτης του Μωρίς Μπαρρές. Γάλλος συγγραφέας, πολύ διάσημος στην εποχή του, ο Μπαρρές ταξίδεψε στη Σπάρτη την Άνοιξη του 1900.

(Maurice Barrès, Le Voyage de Sparte, Παρίσι: 1906)