Η πιο πάνω φωτογραφία, όπως και η επόμενη, προέρχονται από το βιβλίο του Peter Anthony Hutton Greek Cities του 1932. Ο Peter Anthony ήταν ο γιος του Edward Hutton, μαζί με τον οποίο είχαν ταξιδέψει στη Σπάρτη το 1928. Την ίδια χρονιά, ο πατέρας του είχε δημοσιεύσει τοA Glimpse of Greece, που ήδη είδαμε. Το βιβλίο του Peter Anthony περιλαμβάνει πολύ περισσότερες φωτογραφίες και μικρά μόνο συνοδευτικά κείμενα, που βρίσκονται στο ίδιο ακριβώς κλίμα με εκείνα του πατέρα του. Και αναδεικνύει την Ελένη σαν το υπ’αριθμόν ένα σύμβολο της Ελλάδας. Ήδη από τον πρόλογό του, τονίζει ότι «η Eλλάδα είναι για όλους εμάς, μια γη μάλλον ονείρων και παράξενων φαντασιώσεων παρά πραγματικότητας […] μια γη μύθων και ιστοριών, μακρινή και πανέμορφη […] στοιχειωμένη με τεράστια πνεύματα, σχεδόν στοιχειά της φύσης». Αλλά «πάνω απ’ όλα, είναι αυτή που θυμόμαστε, είναι η δικιά της σκιά που περπατάει μαζί μας παντού… H Eλένη! Όταν όλες οι μνήμες των διανοητών και των ρητόρων, των φιλοσόφων και των ποιητών θα έχουν ξεχαστεί· όταν ακόμα και η δόξα των ηρώων έχει σβήσει […] αυτή θα παραμένει, μοναχική αλλά αιώνια, θλιμμένη και απρόσιτη, η ομορφότερη και η μελαγχολικότερη».
Και ο φυσικός χώρος, όπου βρίσκει την Ελένη είναι, βέβαια, η κοιλάδα του Ευρώτα:
«Η πρώτη άφιξη στη Σπάρτη πρέπει να είναι πάντοτε ένα από τα πράγματα που […] θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη. Και την κάνει ακόμα πιο θαυμάσια το απροσδόκητο. Είναι σχεδόν αδύνατον να πιστέψεις ότι οι Σπαρτιάτες μπορεί να έζησαν στο μέρος που ξέρουμε σήμερα σαν Σπάρτη. Γιατί είναι ένα μέρος που μοιάζει σχεδόν με τροπική κοιλάδα· οι πορτοκαλεώνες είναι πυκνοί, και το άρωμα των λουλουδιών τους είναι ακατανίκητο, όλη η κοιλάδα είναι πλούσια σε σπαρτά και ελιές, και πάνω απ’ όλα τούτα υψώνεται ο Tαΰγετος, σκεπασμένος με χιόνια.
Μια ατμόσφαιρα αφθονίας, νωχελικότητας και ομορφιάς διαχέεται παντού, που ταιριάζει πολύ περισσότερο στις Nήσους των Mακάρων παρά σε οτιδήποτε συνδέουμε στο μυαλό μας με το όνομα της Σπάρτης. Είναι ποτέ δυνατόν να έζησαν στ’ αλήθεια μέσα σ’ αυτήν τη ευωδιαστή κοιλάδα; […] Μοιάζει πιο ταιριαστή για καλλιεργητές της γης, για έναν ειρηνικό λαό, καλοσυνάτο και σοφό, που ασκεί τις τέχνες και είναι γεμάτος ευγένεια. Ευγένεια, ναι, γιατί αυτή ήταν ευγενική, γιατί αυτή έζησε εδώ και πρέπει συχνά να λουζόταν στα νερά αυτού του γοργού ποταμού. Είναι ίσως το χαμόγελο της Ελένης που την έκανε τόσο ευχάριστη; […] Τι σχέση είχε αυτή μ’ εκείνους τους Σπαρτιάτες, το όνομα των οποίων ταυτίστηκε στον κόσμο με ένα σύστημα, ανελέητο στις αρχές του και δίχως καμιά ανθρωπιά; […] Αυτή η χρυσή κοιλάδα μοιάζει να έχει φτιαχτεί γι’ αυτήν και για τον Πάρη και τον έρωτά τους. Πόσο καλά μπορούμε να την φανταστούμε, με τα χρυσά μαλλιά της ανάμεσα στα στάχυα, ευγενική, μειλίχια και καλόκαρδη, πνευματώδη αλλά και ευσυγκίνητη μέχρι δακρύων.»